- ολούμαι
- ὁλοῡμαι, -όομαι (Α) [όλος](μόνο παθ.) συμπληρώνομαι, τελειώνομαι, ολοκληρώνομαι.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ὀλοῦμαι — ὄλλυμι destroy fut ind mid 1st sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
όλος — και ούλος, η, ο (ΑΜ ὅλος, η, ον, Α ιων. τ. οὖλος, η, ον) 1. αυτός που υπάρχει στο σύνολό του, σύμπας, ολόκληρος, ακέραιος (α. «όλη την ημέρα δούλευα» β. «ὕπαρχος ἄλλων δεῡρ ἔπλευσας, οὐχ ὅλων στρατηγός», Σοφ.) 2. πλήρης, ακέραιος, ατόφιος, («ὅλος … Dictionary of Greek
όλωσις — ὅλωσις, ἡ (ΑΜ) [ολούμαι] η συμπλήρωση ενός αντικειμένου ώστε να γίνει ακέραιο («φυσικὴ δὲ τις συσταθμία καὶ μετριότης καὶ ὅλωσις... ὑπῆρχε», Θεολ. Αριθμ.) … Dictionary of Greek